- ἀρρώξ
- ἀρρώξ, ῶγος, ὁ, ἡ,A without cleft or breach, unbroken,
γῆ S.Ant.251
: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆ S.Ant.251
: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] … Dictionary of Greek
ἀρρώξ — without cleft masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρῶξιν — ἀρρώξ without cleft masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμαξεύω — ἐπαμαξεύω, ιων. τ., αντί ἐφαμαξεύω (Α) 1. διέρχομαι πάνω σε άμαξα 2. παθ. (για τη γη) έχω ίχνη τροχών άμαξας («γῆ ἀρρώξ οὐδ ἐπημαξευμένη» Σοφ.) … Dictionary of Greek
πνευμόρρωξ — ωγος, ὁ, Μ 1. η ρήξη πνεύμονα 2. αυτός που πάσχει από ρήξη τού πνεύμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων + ῥώξ (< ῥήγνυμι), πρβλ. αρρώξ] … Dictionary of Greek